λουφές

λουφές
ο (Μ ἀλοφάς και λοφάς και λοφές)
1. μισθός, ιδίως ο μισθός που καταβαλλόταν για την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών επί τουρκοκρατίας και κατά τη διάρκεια τής Ελληνικής Επανάστασης
2. φιλοδώρημα
3. δωροδοκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ulufe «μισθός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λουφές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. ο μισθός που έπαιρναν στην τουρκοκρατία οι αρματολοί. 2. φιλοδώρημα: Βγάζει πολλά λεφτά από τους λουφέδες. 3. μτφ., δωροδοκία: Για να εξυπηρετήσει ζητάει λουφέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέτσωμα — το, Ν [πετσώνω] 1. η επένδυση, η επικάλυψη με δέρμα 2. δημιουργία κρούστας 3. εξωτερική επικάλυψη τού σκάφους με επάλληλες σειρές σανίδων που καρφώνονται ή με λαμαρίνες που καρφώνονται ή κολλούνται πάνω στους νομείς 3. χρηματική παροχή, από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”