- λουφές
- ο (Μ ἀλοφάς και λοφάς και λοφές)1. μισθός, ιδίως ο μισθός που καταβαλλόταν για την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών επί τουρκοκρατίας και κατά τη διάρκεια τής Ελληνικής Επανάστασης2. φιλοδώρημα3. δωροδοκία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ulufe «μισθός»].
Dictionary of Greek. 2013.